αμουργός

αμουργός
ο και -γιός [αμέργω]
1. δοχείο για το άρμεγμα, καρδάρα
2. εποχή τού αρμέγματος τών προβάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀμουργός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμουργος — η, ο [μούργα] (για λάδι) χωρίς μούργα …   Dictionary of Greek

  • ἀμουργόν — ἀμουργός masc/fem acc sg ἀμουργός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμουργοί — ἀμουργός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμουργούς — ἀμουργός masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”